- υγρομανής
- -ές, ΜΑαυτός που αγαπά μανιωδώς το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μανής (< θ. μαν- τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-μά -ην), πρβλ. μεγαλο-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑγρομανῆ — ὑγρομανής madly fond of the water neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑγρομανής madly fond of the water masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑγρομανής madly fond of the water masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek